ἀνεστραμμένος

ἀνεστραμμένος
ἀναστρέφω
turn upside down
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεστραμμένος — η, ο (AM ἀνεστραμμένος) μτχ. πρκμ. του αναστρέφω …   Dictionary of Greek

  • έναλλος — ἔναλλος, ον (AM) διαφορετικός, αλλαγμένος στο αντίθετο, αντίστροφος, ανεστραμμένος («πάντα δ ἔναλλα γένοιτο», Θεόκρ.). επίρρ... ἐνάλλως αλλιώς, διαφορετικά …   Dictionary of Greek

  • ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… …   Dictionary of Greek

  • αντιδάκτυλος — ἀντιδάκτυλος, ο (AM) μσν. το χοντρό δάχτυλο του χεριού, ο αντίχειρας αρχ. ο ανεστραμμένος δάκτυλος, ο ανάπαιστος (υυ ) …   Dictionary of Greek

  • δεξιοφανής — δεξιοφανής, ές (Α) 1. (για εικόνες σε καθρέφτη) αυτός που δεν παρουσιάζεται ανεστραμμένος 2. όποιος δεν παράγει εικόνα ανεστραμμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + φανής < εφάνην (αόρ. τού φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • ξανάστροφος — η, ο (Μ [ἐ]ξανάστροφος, η, ον) 1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, ανάστροφος, αντίστροφος 2. αναποδογυρισμένος, ανεστραμμένος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ξανάστροφη α) η ανεστραμμένη όψη, η αντίθετη επιφάνεια, η ανάποδη β) χτύπημα που δίνεται με τη …   Dictionary of Greek

  • ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”